- ἀποκαταμάξασα
- ἀποκαταμάξᾱσα , ἀπό , κατά-μάσσωkneadaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)ἀποκαταμάξᾱσα , ἀπό-καταμάσσωwipe offaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.